- νευρένδετος
- νευρ-ένδετος, ον,A strung,
κιθάρη Man.5.163
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιθάρη Man.5.163
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νευρένδετος — νευρένδετος, ον (Α) δεμένος ή τεταμένος με νευρά, με χορδή, ή αυτός που φέρει τεταμένες χορδές («κιθάρη νευρένδετος», Μανέθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + ἔνδετος (< ἐνδέω [Ι] «δένω, συνδέω»), πρβλ. αργυρ ένδετος, χρυσ ένδετος] … Dictionary of Greek
νευρένδετος — strung masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)